πηγάνειος

πηγάνειος
πηγάν-ειος [pron. full] [ᾰ], α, ον,
A = πηγάνινος, Gal.12.511.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πηγάνειος — εία, ον, Α πηγάνινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήγανον «είδος φυτού» + κατάλ. ειος (πρβλ. ρόδ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • πηγάνειον — πηγάνειος masc acc sg πηγάνειος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγάνεια — πηγάνειος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”